εξηκοντάδα

εξηκοντάδα
η (AM ἑξηκοντάς) [εξήκοντα]
σύνολο εξήντα ομοειδών μονάδων
αρχ.
το ένα εξηκοστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑξηκοντάδα — ἑξηκοντάς the number sixty fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηκονταδικός — ή, ό [εξήκοντα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξηκοντάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”